Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "μιαρός"

Βρέθηκε 1 λήμμα
μιᾰρός, , -όν (μιαίνω), 1. κηλιδωμένος με αίμα, σε Ομήρ. Ιλ.· μολυσμένος με αίμα από φόνο, σε Ευρ. 2. γενικά, ρυπαρός, μολυσμένος, βρώμικος, σε Ηρόδ.· με ηθική έννοια, σε Σοφ.· ως όρος για το ρυπαρό όνειδος, κτηνώδης, χυδαίος, αποκρουστικός, σε Αριστοφ.· μιαρὰ φωνή, άξεστη, κτηνώδης φωνή, στον ίδ.· επίρρ. μιαρῶς, στον ίδ.