LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "μιαιφόνος"
- μιαι-φόνος, -ον, στιγματισμένος από αίμα, αιμοδιψής, αιματηρός, σε Ομήρ. Ιλ.· μολυσμένος με αίμα, ένοχος αιματοχυσίας, φόνου, στους Τραγ.· με γεν., μιαιφόνος τέκνων, κηλιδωμένη με το αίμα των παιδιών σου, σε Ευρ.· συγκρ. -ώτερος, σε Ηρόδ., Ευρ.· υπερθ. -ώτατος, στον ίδ.