LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "μηχανικός"
- μηχᾰνικός, -ή, -όν, I. 1. γεμάτος από εναλλακτικά σχέδια, ευρηματικός, ιδιοφυής, έξυπνος, σε Ξεν. 2. με γεν. πράγμ., ικανός να προμηθεύει, στον ίδ. II. γι' αυτόν που ανήκει ή αναφέρεται στις μηχανές, μηχανικός, σε Αριστ.· ὁ μηχανικός, εφευρέτης μηχανών, μηχανικός, σε Πλούτ.