Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "μηχανή"

Βρέθηκαν 4 λήμματα [1 - 4]
μηχᾰνή, Δωρ. μᾱχανά, (μῆχος), Λατ. machina· I. 1. εργαλείο, μηχάνημα για ανύψωση βαρών και παρόμοια, σε Ηρόδ.· μηχανὴ Ποσειδῶνος, λέγεται για τρίαινα, σε Αισχύλ.· λαοπόροις μηχανοῖς, λέγεται για τη γέφυρα από πλοία που έφτιαξε ο Ξέρξης, στον ίδ. 2. πολεμική μηχανή, σε Θουκ. 3. θεατρικό μηχάνημα, με το οποίο οι θεοί φαίνονταν να εμφανίζονται μετέωροι, σε Πλάτ.· απ' όπου η παροιμ. για κάθε αιφνίδια εμφάνιση, ὥσπερ ἀπὸ μηχανής, (πρβλ. Λατ. deus ex machina), σε Δημ. II. 1. κάθε επινόηση ώστε να επιτευχθεί κάτι, σε Ηρόδ. κ.λπ.· στον πληθ. μηχαναί, πονηριές, δόλοι, τεχνάσματα, απάτες, σε Ησίοδ., Αττ.· μηχαναῖς Διός, με τα τεχνάσματα του Δία, σε Αισχύλ.· παροιμ., μηχαναὶ Σισύφου, σε Αριστοφ.· φράσεις, μηχανὴν ή μηχανὰς προσφέρειν, σε Ευρ., εὑρίσκειν, σε Αισχύλ. κ.λπ.· με γεν., μηχανὲς κακῶν, μια επινόηση κατά των ασθενειών, σε Ευρ.· αλλά, μηχανὴ σωτηρίας, τρόπος για να παρασχεθεί ασφάλεια, σε Αισχύλ. 2. οὐδεμία μηχανή (ἐστι) ὅπως οὐ, με μέλ., σε Ηρόδ.· επίσης, μὴ οὐ, με απαρ., στον ίδ. 3. σε επιρρ. φράσεις, ἐκ μηχανῆς τινος, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, στον ίδ.· μηδεμιῇ μηχανῇ, με κανένα τρόπο, σε καμία περίπτωση, στον ίδ.
μηχάνημα, -ατος, τό, I. = μηχανή, πολεμική μηχανή, που χρησιμ. σε πολιορκίες, σε Δημ. II. ευφυές τέχνασμα, πανούργα δουλειά, στους Τραγ.· λέγεται για το ένδυμα με το οποίο η Κλυταιμνήστρα τύλιξε τον Αγαμέμνονα στο μπάνιο του, σε Αισχύλ.
μηχᾰνητέον, ρημ. επίθ. του μηχανάομαι, κάτι που πρέπει να επινοηθεί, σε Πλάτ.
μηχᾰνητικός, , -όν, = μηχανικός, σε Ξεν.