Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "μητρῷος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
μητρῷος, Δωρ. μᾱτρ-, , -ον, συνηρ. αντί μητρώϊος (το οποίο απαντά στην Οδ.)· I. λέγεται για τη μητέρα, της μητέρας, μητρικός, σε Ομήρ. Οδ., Αττ.· μητρῷον δέμας, περίφραση αντί τὴν μητέρα, σε Αισχύλ.· τὰ μητρῷα, το δίκαιο, το δικαίωμα της μητέρας, σε Ηρόδ. II. Μητρῷον (ενν. ἱερόν), τό, ο ναός της Κυβέλης στην Αθήνα, που ήταν ο τόπος όπου φυλάσσονταν τα αρχεία της πόλης, σε Δημ., Αισχίν.