Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "μητρυιά"

Βρέθηκε 1 λήμμα
μητρυιά, Δωρ. μᾱτρ-, -ᾶς, Ιων. μητρυιή, -ῆς, , μητριά, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· η σκληρότητα των μητριών ήταν παροιμιώδης (πρβλ. Λατ. injusta noverca), από όπου, μεταφ., μητρυιὰ νεῶν, λέγεται για επικίνδυνη ακτή, σε Αισχύλ.