Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "μηνύω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
μηνύω, Δωρ. μᾱνύω, μέλ. -ύσω [ῡ], αόρ. αʹ ἐμήνῡσα, παρακ. μεμήνῡκαΠαθ., γʹ ενικ. παρακ. μεμήνῡται, αόρ. αʹ ἐμηνύθην, I. αποκαλύπτω ό,τι εἶναι μυστικό, φέρνω στο φως, προδίδω· γενικά, γνωστοποιώ, δηλώνω, καταδεικνύω, σε Ομηρ. Ύμν., Ηρόδ., Αττ.· με αιτ. και μτχ., μηνύω τινὰ ἔχοντα, φανερώνω ό,τι έχει, σε Ηρόδ.· ό,τι έχει, σε Ηρόδ.· η μτχ. μερικές φορές παραλείπεται, τόδ' ἔργον σε μηνύει κακόν (ενν. ὄντα), σε Ευρ. II. 1. στην Αθήνα, πληροφορώ, εγείρω δημοσίως καταγγελία εναντίον κάποιου, κατά τινος, σε Αττ. Ρήτ.· απρόσ. στην Παθ., μηνύεται, εγείρεται καταγγελία, μεμήνυται, έχει ήδη εγερθεί, σε Θουκ. 2. στην Παθ. επίσης, λέγεται για πρόσωπα, υπάρχουν πληροφορίες εναντίον μου, καταγέλλομαι, σε Ξεν.· επίσης, λέγεται για πράγματα, μηνυθέντος τοῦ ἐπιβουλεύματος, σε Θουκ.·