Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "μηλοφόρος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
μηλο-φόρος, -ον (φέρω), αυτός που μεταφέρει μήλα, σε Ευρ.