LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "μετεωρίζω"
- μετεωρίζω (μετέωρος), μέλ. -σω, I. ανυψώνω σε μεγάλο ύψος, υψώνω, σε Θουκ.· II. Μέσ., δελφῖνας μετεωρίζου, ανασήκωσε τα δελφίνια σου (βλ. δελφίς II), σε Αριστοφ. — Παθ., υψώνομαι, πλέω στους αιθέρες, Λατ. suspendi, στον ίδ. κ.λπ. λέγεται για πλοία, ανοίγομαι στο πέλαγος, σε Θουκ. III. μεταφ., ξεσηκώνω, αναπτερώνω κάποιον με ψεύτικες ελπίδες, σε Δημ. — Παθ., είμαι ξεσηκωμένος, ενθουσιασμένος, σε Αριστοφ.