Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "μεταχειρίζω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
μετα-χειρίζω, Αττ. μέλ. -ιῶ, αόρ. αʹ -εχείρισα, κοινώς ως αποθ., Αττ. μέλ. -ιοῦμαι, αόρ. αʹ -εχειρισάμην και -εχειρίσθην, παρακ. -κεχείρισμαι· 1. έχω ή παίρνω στο χέρι μου, χειρίζομαι, διοικώ, διευθύνω, σε Ηρόδ. 2. χειρίζομαι, διευθετώ, καθοδηγώ, σε Θουκ.· ομοίως, ως αποθ., σε Αριστοφ., Ξεν. 3. εξασκώ, επιδιώκω μια τέχνη ή σπουδή, σε Πλάτ.· με απαρ., μελετώ να κάνω, στον ίδ. 4. με αιτ. προσ., χειρίζομαι, μεταχειρίζομαι ή αντιμετωπίζω με συγκεκριμένο τρόπο, χαλεπῶς τινα μεταχειρίζειν, σε Θουκ.· λέγεται για γιατρό, σε Πλάτ.