Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "μεταφέρω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
μετα-φέρω, μέλ. μετ-οίσω, αόρ. αʹ -ήνεγκα, παρακ. -ενήνοχα· 1. μετακινώ, φέρνω κάτι από ένα μέρος σε άλλο, σε Δημ.· μεταφέρω κέντρα πώλοις, χτυπώ διαδοχικά τα άλογα με τα βούκεντρα, σε Ευρ. 2. αλλάζω, τροποποιώ, σε Σοφ., Δημ.· μεταφέρω τὰδίκαια, αλλάζω, συγχέω, σε Αισχίν. 3. στη ρητορική, χρησιμοποιώ μια λέξη με αλλαγμένη σημασία, χρησιμοποιώ μια μεταφορά, σε Αριστ.