Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "μεταλλεύω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
μεταλλεύω (μέταλλον), μέλ. -σω, 1. εξάγω (μέταλλο) από την εξόρυξη — Παθ. εξάγομαι μέσω όρυξης, λέγεται για μέταλλα, σε Πλάτ. κ.λπ. 2. γενικά, εξερευνώ, σε Ανθ.