Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "μεταλλάσσω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
μετ-αλλάσσω, Αττ. -ττω, μέλ. -ξω, I. αλλάζω, τροποποιώ, σε Ηρόδ. II. ανταλλάσσω, 1. παίρνω ως αντάλλαγμα, υιοθετώ, αναδέχομαι, ὀρνίθων φύσιν, σε Αριστοφ.· ομοίως, μεταλλάσσω τόπον, χώραν, μεταφέρομαι σε άλλη χώρα, σε Πλάτ. 2. ανταλλάσσω αφήνοντας, παραιτούμαι, μεταλλάσσω τὸν βίον, σε Ισοκρ.· ομοίως, μεταλλάσσειν, μόνο, σε Πλάτ. III. αμτβ., περιέρχομαι σε μια αλλαγή, σε Ηρόδ.