Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "μεταδίδωμι"

Βρέθηκε 1 λήμμα
μετα-δίδωμι[ῐ], μέλ. -δώσω, 1. δίνω μερίδιο, παραχωρώ μέρος κάποιου πράγματος, με γεν., σε Θέογν., Ηρόδ., Αττ. 2. το μερίδιο που δίνεται μερικές φορές κατονομάζεται, μεταδίδωμι τὸ τριτημόριόν τινι, σε Ηρόδ.· μεταδίδωμι τὸ μέρος, σε Ξεν.