Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "μεταβαίνω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
μετα-βαίνω, μέλ. -βήσομαι, αόρ. βʹ μετέβην, παρακ. μεταβέβηκα· I. 1. περνώ από ένα μέρος σε ένα άλλο, μετὰ δ' ἄστρα βεβήκει (αντί μετεβεβήκει), τα άστρα είχαν διαβεί τον μεσημβρινό, σε Ομήρ. Οδ.· μεταβαίνω ἐς τὴν Ἀσίην, σε Ηρόδ.· περνώ στην άλλη, στην αντίθετη πλευρά, σε Αισχύλ. 2. περνώ από το ένα θέμα στο άλλο, μετάβηθι, άλλαξε το θέμα σου, σε Ομήρ. Οδ.· μεταβάντες, αλλάζοντας την πορεία τους, τριγυρνώντας, σε Ηρόδ.· μεταβαίνω ἐκ μείζονος εἰς ἔλαττον, σε Πλάτ. 3. με αιτ., μεταβὰς βίοτον, έχοντας μεταβάλει τον τρόπο ζωής του, σε Ευρ. II. θαμιστικό στον αόρ. αʹ μεταβῆσαι, αλλάζω στάση, αλλάζω, στον ίδ.