Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "μετέωρος"

Βρέθηκαν 3 λήμματα [1 - 3]
μετέωρος, -ον (ἐώρα, ἀείρω), Επικ. μετήορος, βλ. αυτ., I. αυτός που έχει ανυψωθεί από το έδαφος, ο κρεμάμενος, Λατ. suspensus, σε Ηρόδ.· αυτός που βρίσκεται σε υψηλό έδαφος, σε Θουκ. II. 1. όπως το μετάρσιος, στα μεσούρανα, ψηλά στον αέρα, Λατ. sublimis, σε Ηρόδ., Αριστοφ.· Ἀήρ, ὃς ἔχεις τὴν γῆν μετέωρον, να περιίπταται στα ύψη, σε Αριστοφ.· τὰ μετέωρα χωρία, οι περιοχές της ατμόσφαιρας, στον ίδ.· τὰμετέωρα, αντικείμενα ψηλά στον ουρανό, αστρονομικά φαινόμενα, στον ίδ., σε Πλάτ. 2. στην ανοιχτή θάλασσα, πέρα μακριά στη θάλασσα, λέγεται για πλοία, σε Θουκ. III. 1. μεταφ., λέγεται για τον νου, εξηρμένος, ξεσηκωμένος, στα όρια της προσμονής, σε αεροβασία, Λατ. spe erectus, στον ίδ. 2. ταλαντευόμενος, αβέβαιος, σε Δημ.· επίρρ., μετεώρως ἔχειν, είμαι σε αβεβαιότητα, σε Πλούτ.
μετεωρο-σκόπος, , αιθεροβάμων, σε Πλάτ.
μετεωρο-σοφιστής, , σοφιστής που ασχολείται με την αστρολογία, τα μετεωρολογικά φαινόμενα, σε Αριστοφ.