Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "μετάγω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
μετ-άγω[ᾰ], μέλ. -άξω, I. μεταφέρω από ένα μέρος σε άλλο· μεταφ., τὴν ψυχὴν ἐς εὐφροσύνην, σε Ανθ. II. αμτβ., πηγαίνω από διαφορετικό δρόμο, αλλάζω τη διαδρομή μου, σε Ξεν.