Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "μετά"

Βρέθηκαν 192 λήμματα [1 - 20]
μετά, ποιητ. μεταί, Αιολ. και Δωρ. πεδά (βλ. αυτ.) — Παθ. με γεν., δοτ. και αιτ.
Α.
ΜΕ ΓΕΝ., I. στο μέσον, ανάμεσα σ' ένα πλήθος, μετ' ἄλλων ἑταίρων, σε Ομήρ. Οδ.· πολλῶν μετὰ δούλων, σε Αισχύλ. II. από κοινού, μαζί, μετὰ Βοιωτῶν ἐμάχοντο, σε Ομήρ. Ιλ.· μετὰ ξυμμάχων κινδυνεύειν, σε Θουκ.· μετά τινος πάσχειν, στῆναι, σε Αισχύλ., Σοφ. III. μαζί, με τη χρήση, ἱκετεύειν μετὰ δακρύων, σε Πλάτ.· μετ' ἀρετῆς πρωτεύειν, σε Ξεν.· ως, περίφρ. αντί επιρρ., ὁσίως καὶ μετ' ἀληθείας, σε Πλάτ. Β. ΜΕ ΔΟΤ., I. μόνο ποιητ., κυρίως Επικ., 1. κανονικά, λέγεται για πρόσωπα, ανάμεσα, με τη συνοδεία, μετὰ τριτάτοισιν ἄνασσεν, ο Νέστωρ βασίλευσε ανάμεσα στην τρίτη γενιά, σε Ομήρ. Ιλ. 2. λέγεται για πράγματα, μετὰ νηυσί, ἀστράσι, μεταξύ, ανάμεσα σε, σε Όμηρ.· μετὰ πνοιῇς ἀνέμοιο, με τη συνοδεία των ανέμων, τόσο γρήγοροι όσο αυτοί, στον ίδ. 3. μεταξύ, μετὰ χερσὶν ἔχειν, κρατώ ανάμεσα, δηλ. μέσα στα χέρια, σε Ομήρ. Ιλ.· μετὰ φρεσίν, στο ίδ. II. συμπληρώνω έναν αριθμό με, στο πλάι, πέμπτος μετὰ τοῖσιν, πέμπτος μαζί μ' αυτούς, σε Όμηρ.· σημ., το μετά δεν χρησιμ. ποτέ με δοτ. ενικ., με την εξαίρεση των περιληπτικών ονομάτων, μετὰ στρατῷ, σε Ομήρ. Ιλ. Γ. ΜΕ ΑΙΤ., I. λέγεται για κίνηση, στη μέση, το να έρχεται κάποιος ανάμεσα σε ένα πλήθος, μετὰ φῦλα θεῶν, σε Όμηρ.· μετὰ λαὸν Ἀχαιῶν, σε Ομήρ. Ιλ. II. σε επιδίωξη ή αναζήτηση κάποιου, βῆναι μετὰ Νέστορα, στο ίδ.· με εχθρική έννοια, βῆναι μετά τινα, τον καταζητώ, τον καταδιώκω, στο ίδ.· επίσης, βῆναιμετὰ πατρὸς ἀκουήν, πηγαίνω να αναζητήσω νέα για τον πατέρα σου, σε Ομήρ. Οδ.· πόλεμον μέτα θωρήσσοντο, ήταν οπλισμένοι για τη μάχη, σε Ομήρ. Ιλ. III. λέγεται για απλή ακολουθία ή διαδοχή: 1. λέγεται για τόπο, μετά, αμέσως μετά, πίσω, λαοὶ ἕπονθ', ὡσεὶ μετὰ κτίλον ἕσπετο μῆλα, όπως τα πρόβατα ακολουθούν τον βοσκό, σε Ομήρ. Ιλ. 2. λέγεται για χρόνο, μετά, ακολούθως, αργότερα, μεθ' Ἕκτορα πότμος ἑτοῖμος, μετά τον Έκτορα, ο θάνατός σου πλησιάζει, σε Ομήρ. Ιλ.· μετὰ ταῦτα, κατόπιν, ύστερα, στους Αττ.· μεθ' ἡμέραν, κατά τη διάρκεια της ημέρας, σε Ηρόδ. 3. λέγεται για αξία, κοινωνική ιεραρχία, μετά από, πιο κάτω από, που ακολουθ. από υπερθ., κάλλιστος ἀνὴρ μετ' ἀμύμονα Πηλεΐωνα, σε Ομήρ. Ιλ. IV. σε συμφωνία, σύμφωνα με, μετὰ σὸν καὶ ἐμὸν κῆρ, όπως εσύ και εγώ εύχομαι, σε Ομήρ. Ιλ.· μετ'ὄγμον, σύμφωνα με τη γραμμή του αυλακιού, στο ίδ. V.γενικά, ανάμεσα, μεταξύ, όπως η σύνταξη με δοτ., μετὰ πάντας ἄριστος, ο καλύτερος ανάμεσα σε όλους, σε Ομήρ. Ιλ.· μετὰχεῖρας ἔχειν, σε Ηρόδ. Δ. ΑΠΟΛ., I. ως επίρρ., μεταξύ αυτών, μαζί με αυτούς, σε Ομήρ. Ιλ. II. και κατόπιν, αμέσως μετά, ύστερα, σε Όμηρ., Ηρόδ. Ε. μέτα αντί μέτεστι, σε Ομήρ. Οδ. ΣΤ. ΣΤΑ ΣΥΝΘ., I. λέγεται για κοινωνία, 1. συμμετοχή, όπως μεταδίδωμι, μετέχω, με γεν. πράγμ. 2. λέγεται για ενέργεια, πράξη από κοινού με κάποιον άλλο, όπως μεταδαίνυμαι, με δοτ. προσ. II. λέγεται για διάστημα, όπως μεταίχμιον. III. λέγεται για διαδοχή, όπως μεταδόρπιος. IV. χρησιμ. για επιδίωξη, όπως μετέρχομαι. V. λέγεται για να δηλώσουμε ότι αφήνουμε κάτι, όπως μεθίημι. VI. κατόπιν, πίσω, όπως μετάφρενον. VII. πίσω ξανά, διαφορετικά, τροποποιημένα, όπως μετατρέπω, μεταστρέφω. VIII. πολύ συχνά λέγεται για αλλαγή τόπου, κατάστασης, σχεδίου, κ.λπ., όπως μεταβαίνω, μεταβουλεύω κ.λπ.
μετα-βαίνω, μέλ. -βήσομαι, αόρ. βʹ μετέβην, παρακ. μεταβέβηκα· I. 1. περνώ από ένα μέρος σε ένα άλλο, μετὰ δ' ἄστρα βεβήκει (αντί μετεβεβήκει), τα άστρα είχαν διαβεί τον μεσημβρινό, σε Ομήρ. Οδ.· μεταβαίνω ἐς τὴν Ἀσίην, σε Ηρόδ.· περνώ στην άλλη, στην αντίθετη πλευρά, σε Αισχύλ. 2. περνώ από το ένα θέμα στο άλλο, μετάβηθι, άλλαξε το θέμα σου, σε Ομήρ. Οδ.· μεταβάντες, αλλάζοντας την πορεία τους, τριγυρνώντας, σε Ηρόδ.· μεταβαίνω ἐκ μείζονος εἰς ἔλαττον, σε Πλάτ. 3. με αιτ., μεταβὰς βίοτον, έχοντας μεταβάλει τον τρόπο ζωής του, σε Ευρ. II. θαμιστικό στον αόρ. αʹ μεταβῆσαι, αλλάζω στάση, αλλάζω, στον ίδ.
μετα-βᾰλεῖν, απαρ. αόρ. βʹ του μεταβάλλω.
μετα-βάλλω, μέλ. -βᾰλῶ, αόρ. βʹ μετέβαλον·
Α. I.
περνώ σε μια διαφορετική τοποθέτηση, στρέφω γρήγορα, μετὰ νῶτα βαλών, σε Ομήρ. Ιλ.· μεταβάλλω θοἰμάτιον ἐπὶ δεξιάν, ρίχνω το μανδύα μου προς τα δεξιά, σε Αριστοφ. II. 1. μετατρέπω (θέση, άποψη), αλλάζω, διαφοροποιούμαι, σε Ηρόδ., Αττ.· μεταβάλλω ὕδατα, πίνω διαφορετικό νερό, σε Ηρόδ.· μεταβάλλω ὀργάς, αλλάζω, δηλ. αφήνω κατά μέρος τον θυμό μου, σε Ευρ. 2. δηλώνει εξέλιξη, προβαίνω σε μία αλλαγή, αλλάζω την κατάστασή μου, σε Ηρόδ., Πλάτ. 3. αλλάζω την πορεία μου, μεταβαλὼν πρὸς Ἀθηναίους, αλλάζοντας την πορεία του και επιστρέφοντας στους Αθηναίους, σε Ηρόδ.· η μτχ. μεταβάλλων ή μεταβαλών χρησιμ. ως αμτβ., σχεδόν ως επίρρ., αντί, διαδόχως, σε Ηρόδ., Ευρ. Β. I. 1. Μέσ., αλλάζω κάτι που ανήκει σε κάποιον, κ.λπ.· μεταβάλλω ἱμάτια, αλλάζω τα ρούχα μου, σε Ξεν.· μεταβάλλω τοὺς τρόπους, σε Αριστοφ. κ.λπ. 2. αλλάζω κάτι με κάτι άλλο, ανταλλάσσω, μεταβάλλω σιγὰν λόγων, αφήνω τη σιωπή για να μιλήσω, σε Σοφ.· εμπορεύομαι, συναλλάσσομαι, σε Ξεν. II. 1. αλλάζω τον εαυτό μου, μεταστρέφομαι, σε Πλάτ.· αλλάζω τους στόχους μου, αλλάζω πλευρά (άποψη), σε Ηρόδ., Θουκ. 2. περιστρέφομαι, γυρίζω γύρω-γύρω, σε Ξεν.
μετα-βάπτω, μέλ. -ψω, αλλάζω το χρώμα κάποιου αντικειμένου με νέα βαφή, σε Πλούτ., Λουκ.
μετα-βάς, μτχ. αόρ. βʹ του μεταβαίνω.
μετάβᾰσις, , (μεταβαίνω),· I. αλλαγή θέσης, μετανάστευση, σε Πλούτ. II. αλλαγή, επανάσταση έναντι των κυβερνώντων, σε Πλάτ. III. μεταφορά από ένα σημείο σε άλλο, σε Λουκ.
μετα-βέβηκα, παρακ. του μεταβαίνω.
μετά-βηθι, προστ. αόρ. βʹ του μεταβαίνω.
μετα-βήσομαι, μελ. του μεταβαίνω.
μεταβῐβάζω, Αττ. μέλ. -βιβῶ, μτβ. του μεταβαίνω· 1. περνώ από μια θέση σε άλλη, μετατοπίζω, οδηγώ σε διαφορετική θέση ή κατάσταση, σε Αριστοφ., Ξεν. 2. οδηγώ σε διαφορετική κατεύθυνση, σε Πλάτ.
μεταβλητέον, ρημ. επίθ. του μεταβάλλω· I. κάτι που πρέπει να αλλάξει, μτβ., τινὰ εἴς τι, σε Πλάτ. II. αμτβ., στον ίδ.
μεταβλητικός, , -όν, αυτός που αναφέρεται σε συναλλαγή, με το μέσο του εμπορίου, σε Αριστ.· ἡ μεταβλητική (ενν. τέχνη), συναλλαγή, εμπόριο, σε Πλάτ.
μεταβολή, (μεταβάλλω), I. 1. αλλαγή, διαδικασία αλλαγής, σε Πίνδ. 2. συναλλαγή, εμπόριο, δοσοληψία, σε Θουκ. II. (από το Μέσ.), μετάβαση, αλλαγή, και στον πληθ., αλλαγές, μετατροπές, σε Ηρόδ., Ευρ.· με γεν., αλλάζω από μία κατάσταση, μεταβολὴ κακῶν, σε Ευρ.· σπανίως, μεταβολή σε..., μεταβολὴ ἀπραγμοσύνης, σε Θουκ.· αυτό όμως εκφράζεται γενικά με μια πρόθ., ἅμα τῇ μεταβολῇ ἐς Ἕλληνας, η μεταστροφή τους προς τους Έλληνες, σε Ηρόδ.· ἡ ἐναντία μεταβολή, αλλαγή προς την αντίθετη κατεύθυνση, σε Θουκ. 2. μεταβολὴ τῆς ἡμέρας, έκλειψη, σε Ηρόδ. 3. μεταβολὴ πολιτείας, αλλαγή διακυβέρνησης, επανάσταση, σε Θουκ. 4. ως στρατιωτικός όρος, στασιάζω, σε Πολύβ.· μεταφ., λέγεται για ομιλητή, σε Αισχίν.
μετα-βουλεύω, μέλ. -σω, τροποποιώ τα σχέδιά μου, αλλάζω τις απόψεις μου, σε Ομήρ. Οδ.· κοινώς όμως ως αποθ. μεταβουλεύομαι, σε Ηρόδ., Ευρ.· μεταβουλεύω στράτευμα μὴ ἄγειν ἐπὶ τὴν Ἑλλάδα, αλλάζει γνώμη και δεν εκστρατεύει, σε Ηρόδ.
μετά-βουλος, -ον (βουλή), αυτός που μεταβάλλει τις απόψεις του, που αρέσκεται σε αλλαγές, σε Αριστοφ.
μετα-βῶ, υποτ. αόρ. βʹ του μεταβαίνω.
μετ-άγγελος, -ου, και , αγγελιοφόρος μεταξύ δύο πλευρών, Λατ. internuncius, -cia, λέγεται για την Ίριδα, σε Ομήρ. Ιλ.
Μετα-γειτνιών, -ῶνος, (γείτων), ο δεύτερος μήνας του Αθηναϊκού έτους, μεταξύ του τελευταίου μισού του Αυγούστου και του πρώτου μισού του Σεπτεμβρίου· ονομάστηκε έτσι επειδή τότε οι άνθρωποι πηγαινοέρχονταν και άλλαζαν γείτονες.
μετα-γιγνώσκω, Ιων. και μεταγεν. -γῑνώσκω, μέλ. -γνώσομαι, αόρ. βʹ μετέγνων· 1. αλλάζω απόψεις, μετανοιώνω, σε Ηρόδ., Αττ. 2. με αιτ. πράγμ., αλλάζω απόψεις σχετικά με ένα ζήτημα, μετανιώνω για κάτι, μετέγνων τὰπρόσθ' εἰρημένα, σε Ευρ.· μεταγιγνώσκω τὰ προδεδογμένα, μεταβάλλω ή ανακαλώ μια προηγούμενη απόφαση, σε Θουκ. 3. με απαρ., μεταβάλλω τη γνώμη μου ώστε να πράξω κάτι διαφορετικό, στον ίδ.· μεταγιγνώσκω ὡς..., αλλάζω την άποψή μου και σκέφτομαι ότι..., σε Ξεν.