Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "μεσόω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
μεσόω (μέσος), μέλ. -ώσω, 1. διαμορφώνω το μέσον, βρίσκομαι μέσα ή στο κέντρο, σε Αισχύλ., Ευρ.· λέγεται για χρόνο, ἡμέρα μεσοῦσα, μεσημέρι, σε Ηρόδ.· θέρους μεσοῦντος, στα μέσα του καλοκαιριού, σε Θουκ. 2. με γεν., βρίσκομαι στη μέση, τῆς ἀναβάσιος, σε Ηρόδ.· ομοίως, με αιτ., μεσῶν τὴν ἀρχήν, στην αρχή (του χρόνου) της θητείας του, σε Αισχίν.