Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "μεσόγαιος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
μεσό-γαιος, -ον, επίσης , -ον (γαῖα=γῆ), I. αυτός που βρίσκεται στα ενδότερα της χώρας, στην καρδιά της (ο ηπειρωτικός), σε Ηρόδ.· τὴν μεσόγαιαν τῆς ὁδοῦ, ο δρόμος που οδηγεί στα ενδότερα, στον ίδ.· στην Αττ. επίσης μεσόγεως, -ων, σε Πλάτ. II. ως ουσ., μεσογαία, , τα ενδότερα μέρη μιας χώρας, ενδοχώρα, Λατ. loca mediterranea, σε Ηρόδ.· ομοίως, μεσογεία, , σε Θουκ., Δημ.