LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "μελοποιός"
- μελο-ποιός, ὁ (μέλος II, ποιέω)· I. συνθέτης τραγουδιών, λυρικός ποιητής, σε Αριστοφ., Πλάτ. II. ως επίθ., μελωδικός, σε Ευρ.