Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "μελιτόεις"

Βρέθηκε 1 λήμμα
μελῐτόεις, -εσσα, -εν (μέλι), I. γλυκός σαν μέλι, δηλ. γλυκός, εύγεστος, σε Πίνδ. II. αυτός που με το μέλι έχει αποκτήσει γλυκιά γεύση, μελιττόεσσα (ενν. μᾶζα) , είδος γλυκίσματος (πίτας) από μέλι, σαν ιερή προσφορά (σπονδή), σε Ηρόδ.· Αττ. συνηρ. μελιτοῦττα, σε Αριστοφ.