Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "μελετάω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
μελετάω, μέλ. ήσω και -ήσομαι, I. φροντίζω για κάποιον, για κάτι, προσέχω κάτι, με γεν., σε Ησίοδ. II. 1. με αιτ. πράγμ., εντείνω την προσοχή μου, εξετάζω, σε Ηρόδ., Σοφ.· μελετῶ δόξαν, στρέφω την προσοχή μου, επιδιώκω τη φήμη, σε Θουκ. 2. εξασκώ μια τέχνη, Λατ. meditari, μαντείαν, σε Ομηρ. Ύμν.· μελετῶ τοῦτο (ενν. κήρυκα εἶναι), σε Ηρόδ.· μελετῶ σοφίαν, σε Αριστοφ.· ῥητορικήν, σε Πλάτ.· στους Αττ. επίσης, ασκώ την τέχνη της ομιλίας, μελετώ έναν λόγο, σε Δημ.Παθ., τὸ ναυτικὸν οὐκ ἐνδέχεται ἐκ παρέργου μελετᾶσθαι, η ναυτική ικανότητα δεν μπορεί να αποκτηθεί με περιστασιακή εξάσκηση, σε Θουκ.· εὐταξία μετὰ κινδύνων μελετωμένη, πειθαρχία που αποκτήθηκε με εξάσκηση στο πεδίο της ναυμαχίας, στον ίδ. III. με απαρ., εξασκούμαι σε μια δραστηριότητα, μελετῶ τοξεύειν καὶ ἀκοντίζειν, σε Ξεν.· μελετῶ ἀποθνῄσκειν, σε Πλάτ. IV. απόλ., ασκούμαι, εξασκούμαι, με την αιτ. πράγμ. να παραλείπεται, σε Θουκ., Ξεν.· ἐν τῷ μὴ μελετῶντι (= μελετᾶν), με την έλλειψη εξάσκησης, σε Θουκ.· ιδίως, προβάρω έναν λόγο, εκφωνώ ρητορικό λόγο, σε Πλάτ. κ.λπ. V. με αιτ. προσ., εξασκώ ή προπονώ πρόσωπα, σε Ξεν.