LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "μελία"
- μελία, Ιων. -ίη, ἡ, I. το δέντρο μελιά ή φλαμουριά, Λατ. fraxinus, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ. II. κοντάρι από ξύλο του δέντρου αυτού, στο ίδ.