LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "μελάγχιμος"
- μελάγχῐμος, -ον, μαύρος, σκούρος, σε Αισχύλ., Ευρ. (σχηματίζεται από το μέλας, με κατάληξη -χιμος, όπως δύσ-χιμος από δυσ-).