LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "μεγαλώνυμος"
- μεγᾰλ-ώνῠμος, -ον (ὄνομα), αυτός που διαθέτει σπουδαίο όνομα, που του δίνει φήμη, σε Σοφ., Αριστοφ.