Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "μεγαλόφρων"

Βρέθηκε 1 λήμμα
μεγαλόφρων, -ονος, , (φρήν),· 1. αυτός που έχει υψηλό φρόνημα, ευγενής, γενναιόδωρος, σε Ξεν. 2. με αρνητική σημασία, αλαζόνας, υπερόπτης· επίρρ. -όνως, σε Πλάτ., Ξεν.