LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "μεγαλοπρεπής"
- μεγᾰλο-πρεπής, -ές (πρέπω),· I. κατάλληλος για να αναδειχθεί σε μεγάλο, σπουδαίο άνδρα, μεγαλοπρεπής, σε Ηρόδ., Αττ.· μεγαλοπρεπές = μεγαλοπρέπεια, σε Ξεν. II. επίρρ. -ῶς, Ιων. -έως, σε Ηρόδ., Ξεν.· συγκρ. -έστερον, σε Πλάτ., υπερθ. -έστατα, σε Ηρόδ.