LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "μείρομαι"
- μείρομαι, αποθ., με γʹ ενικ. παρακ. ἔμμορε· I. λαμβάνω μερίδιο ή το οφειλόμενο από κάτι· καὶ ἥμισυ μείρεο τιμῆς, πάρε τη μισή δόξα όπως σου οφείλεται, σε Ομήρ. Ιλ. II. στον παρακ., λαμβάνω μερίδιο από κάτι, με γεν., ἔμμορε τιμῆς, έλαβε το μερίδιό του από τη δόξα, σε Όμηρ. III. στο γʹ ενικ. Παθ. παρακ. εἵμαρται, ήταν πεπρωμένο, σε Όμηρ.· εἵμαρτο, σε Δημ. κ.λπ.· μτχ. εἱμαρμένος, -η, -ον, προορισμένος, προκαθορισμένος, το ριζικό (πεπρωμένο), σε Θέογν., Αισχύλ. κ.λπ.· ἡ εἱμαρμένη (δηλ. μοῖρα), το ριζικό κάποιου, το πεπρωμένο, σε Πλάτ.

