Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "μαστός"

Βρέθηκε 1 λήμμα
μαστός, , Ιων. και Επικ. μαζός, Δωρ. μασδός, I. 1. ένα από τα δύο στήθη (μαστούς), δεξιτερὸν παρὰ μαζόν, σε Ομήρ. Ιλ.· βάλε στέρνον ὑπὲρ μαζοῖο, χτύπησε το στέρνο του πάνω από το μαστό, στο ίδ.· βάλε στῆθος παρὰ μαζόν, στο ίδ. 2. ιδίως, στήθος γυναίκας, μαζὸνἄνεσχε, λέγεται για την Εκάβη που θρηνούσε πάνω από τον (νεκρό) Έκτορα, στο ίδ.· πάϊς δέ οἱ ἦν ἐπὶ μαζῷ, σε Ομήρ. Οδ.· πρόσεσχε μαστόν, λέγεται για μητέρα, σε Αισχύλ.· λέγεται για ζώα, μαστοί, μαστάρια, σε Ευρ. II. 1. μεταφ., στρογγυλός λόφος, βουναλάκι (γαλ. mamelon), σε Πίνδ., Ξεν. 2. κομμάτι μαλλιού σφιχτά δεμένο στην άκρη των διχτυών, σε Ξεν.