LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "μανός"
- μανός, -ή, -όν, Λατ. rarus· I. αυτός που έχει χαλαρή ύφανση, πορώδης, σε Πλάτ. κ.λπ. II. λιγοστός, πενιχρός, σπάνιος, σε Ξεν. κ.λπ.· επίρρ. -νῶς, τοσούτῳ μανότερον, τόσο το λιγότερο συχνό, στον ίδ.