LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "μαντεία"
- μαντεία, Ιων. -ηΐη, ἡ, (μαντεύομαι)· I. προφητεύω, διαθέτω προφητικό χάρισμα, σε Ομηρ. Ύμν.· το μέσον της προφητείας (π.χ. οιωνός), σε Ηρόδ.· αἴνιγμα μαντείας ἔδει, η λύση του αινίγματος απαιτούσε προφητεία, χρησμό, σε Σοφ. II.μαντεῖον IΙ, σε Τυρτ., Σοφ.