Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "μανθάνω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
μανθάνω (από √ΜΑΘ), μέλ. μᾰθήσομαι, Δωρ. μᾰθεῦμαι, αόρ. βʹ ἔμαθον, Επικ. μάθον, παρακ. μεμάθηκα, υπερσ. ἐμεμαθήκη, γʹ ενικ. μεμαθήκει, I. μαθαίνω, ιδίως κατόπιν αναζήτησης· και στον αόρ., έχω μάθει, δηλ. κατανοώ, γνωρίζω, σε Ομήρ. Οδ., Αττ.· ἀεὶ γὰρ ἡβᾷ τοῖς γέρουσιν εὖ μαθεῖν, σε Αισχύλ.· οἱ μανθάνοντες, μαθητευόμενοι, μαθητές, σε Ξεν.· με απαρ., μαθαίνω να κάνω κάτι, μαθαίνω πώς να κάνω κάτι, σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ. κ.λπ. II. αντιλαμβάνομαι μέσω των αισθήσεων, παρατηρώ, επισημαίνω, σε Ηρόδ., Ξεν.· με μτχ., μάνθανε ὢν, όπως το ἴσθι ὤν, να γνωρίζεις αυτό που είσαι, σε Σοφ. κ.λπ. III. καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι, σε Αισχύλ. κ.λπ.· συχνά σε διάλογο, μανθάνεις; Λατ. tenes? κατάλαβες; τό 'πιασες;· απάντ. πάνυ μανθάνω, τέλεια! σε Αριστοφ. IV.στην Αττ., το τί μαθών; εισάγει συχνά μια ερώτηση, τι έχεις μάθει; για ποιον καινούριο λόγο; γιατί;, στον ίδ. κ.λπ.