Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "μανία"

Βρέθηκαν 3 λήμματα [1 - 3]
μανία, Ιων. -ίη, (μαίνομαι),· I. μανία, φρενίτιδα, σε Ηρόδ., Τραγ. κ.λπ. II. ζήλος, ένθεη μανία, σε Ευρ., Πλάτ. III. τρελό πάθος, οργή, στους Τραγ.
μᾰνιάκης, -ου, , περιβραχιόνιο από λιωμένο χρυσό, που χρησιμοποιούσαν οι Πέρσες και οι Γαλάτες, σε Πολύβ.
μᾰνιάς, -άδος (μανία), μανιασμένη, φρενητιώδης, τρελή, σε Σοφ.· με ουδ. ουσ., μανιάσιν λυσσήμασι, παράλογες κρίσεις μανίας, σε Ευρ.