LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "μανία"
- μανία, Ιων. -ίη, ἡ (μαίνομαι),· I. μανία, φρενίτιδα, σε Ηρόδ., Τραγ. κ.λπ. II. ζήλος, ένθεη μανία, σε Ευρ., Πλάτ. III. τρελό πάθος, οργή, στους Τραγ.
- μᾰνιάκης, -ου, ὁ, περιβραχιόνιο από λιωμένο χρυσό, που χρησιμοποιούσαν οι Πέρσες και οι Γαλάτες, σε Πολύβ.
- μᾰνιάς, -άδος (μανία), μανιασμένη, φρενητιώδης, τρελή, σε Σοφ.· με ουδ. ουσ., μανιάσιν λυσσήμασι, παράλογες κρίσεις μανίας, σε Ευρ.