Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "μαλθακός"

Βρέθηκε 1 λήμμα
μαλθακός, , -όν (μαλακός με ένθεση του θI. μαλακός, απαλός, σε Πίνδ., Αττ.· επίρρ., μαλθακῶς κατακεῖσθαι, ξαπλώνω σε απαλά μαξιλάρια, σε Αριστοφ. II. 1. μεταφ., λιπόψυχος, παραμελημένος, δειλός, σε Ομήρ. Ιλ., Αττ.· επίσης, αδύναμος, ασθενικός, σε Αριστοφ. 2. με θετική σημασία, τρυφερός, ευγενικός, πράος, σε Θέογν., Αττ.· επίρρ., ήπια, σε Αισχύλ., Σοφ.· το ουδ. ως επίρρ., σε Αισχύλ.