Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "μαλακός"

Βρέθηκε 1 λήμμα
μᾰλᾰκός, , -όν, Λατ. mollis· I. μαλακός, απαλός, σε Όμηρ. κ.λπ.· μαλακὸς νειός, φρεσκοοργωμένος αγρός, σε Ομήρ. Ιλ.· μαλακὸς λειμών, λιβάδι με απαλό χώμα και γρασίδι, σε Ομήρ. Οδ.· μαλακαὶ παρειαί, σε Σοφ.· μαλακὰ σώματα, σε Ξεν.· επίρρ., καθίζου μαλακῶς, κάθησε αναπαυτικά, π.χ. σε ένα μαξιλάρι, σε Αριστοφ. II. λέγεται για πράγματα που δεν είναι χειροπιαστά, ήρεμος, ήσυχος, θάνατος, ύπνος, σε Όμηρ.· μαλακῶς εὕδειν, κοιμάμαι ήσυχα, σε Ομήρ. Οδ.· μαλακὰ ἔπεα, μαλακοὶ λόγοι, ήρεμα, ξεκάθαρα λόγια, σε Όμηρ.· μαλακὸν βλέμμα, τρυφερό, νεανικό βλέμμα, σε Αριστοφ.· ανάλαφρος, ήπιος, μέτριος, ζημία, σε Θουκ. III. με αρνητική έννοια, λέγεται για πρόσωπα, μαλθακός, παραιτημένος, παραμελημένος, σε Θουκ., Ξεν.· επίρρ., μαλακωτέρως ἀνθήπτετο, προσβλήθηκε από ασθένεια, σε Θουκ.· επιπλέον, λιπόψυχος, εκθηλυσμένος, δειλός, στον ίδ., Ξεν.· μαλακὸν οὐδὲν ἐνδιδόναι, να μην υποχωρώ από έλλειψη φρονήματος, να μην υποχωρώ σπιθαμή, σε Ηρόδ., Αριστοφ.