LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "μαλακία"
- μᾰλᾰκία, Ιων. -ίη, ἡ (μαλακός)· I. 1. απαλότητα, μαλακή αίσθηση, μαλθακότητα (εκθυλησμός), σε Ηρόδ., Θουκ. 2. έλλειψη υπομονής, αδυναμία, σε Αριστ. II. η ηρεμία της θάλασσας, νηνεμία, σε Καίσ.
- μᾰλᾰκιάω, = το επόμ., σε Ξεν., Πλούτ.