Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "μαλάσσω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
μᾰλάσσω, Αττ. -ττω (μαλακός), μέλ. -ζω, I. μαλακώνω (κάτι), λέγεται για κατεργασία δέρματος, το κάνω μαλακό και εύκαμπτο· απ' όπου λέγεται για το επάγγελμα του Κλέωνα ως κατεργαστή δερμάτων, μαλάσσω τινά, δίνω σε κάποιον μια πρόσθετη επένδυση, τον κρύβω, σε Αριστοφ.Παθ., ἐν παγκρατίῳ μαλαχθείς, χτυπημένος άσχημα κατά τη διάρκεια του αθλήματος του παγκρατίου, σε Πίνδ. 2. λυώνω μέταλλο ή άλλο υλικό για να το επεξεργαστώ, σε Πλάτ. II. μεταφ., ηρεμώ, κατευνάζω, κάμπτω, σε Σοφ., Αριστοφ.· μαλάσσω νόσου, ανακουφίζομαι από ασθένεια, σε Σοφ.