LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "μακρόχειρ"
- μακρό-χειρ, ὁ, ἡ, αυτός που έχει μακριά χέρια, Λατ. longimanus, προσωνύμιο του Αρταξέρξη του Αʹ, σε Στράβ., Πλούτ.