Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "μακρός"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
μακρός, [ᾰφύσει], , -όν (από √ΜΑΚ του μῆκοςI. με τοπική έννοια: 1. από άποψη μήκους, μακρός, εκτεταμένος, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· ἐπὶ τὰ μακρότερα, προς την μακρότερη πλευρά, δηλ. κατά μήκος, σε Ηρόδ. 2. από άποψη ύψους, ψηλός, σε Ομήρ. Οδ., π.χ. μακρὸς Ὄλυμπος, μακρὰ δένδρεα, τείχεα, κ.λπ.· επίσης εξ αντιστρόφου, όπως το Λατ. altus, βαθύς, σε Ομήρ. Ιλ. 3. από άποψη απόστασης, μακρός, μακρινός, σε μεγάλη απόσταση, στο ίδ., Ηρόδ.· τὰ μακρότατα, τα πιο απομακρυσμένα μέρη, σε Ηρόδ.· συχνά το ουδ. στον πληθ. ως επίρρ.· μακρὰ βιβάς, βηματίζει με μεγάλες δρασκελιές, σε Ομήρ. Ιλ.· επιπλέον, μακρὸν ἀϋτεῖν, βοᾶν, φωνάζω τόσο δυνατά, ώστε να ακούγεται από πολύ μακριά, σε Όμηρ.· ομοίως, μακρότερον σφενδονᾶν, εκσφενδονίζω σε μεγαλύτερη απόσταση, σε Ξεν. 4. γενικά, μεγάλος σε μέγεθος ή σε βαθμό, μεγάλος, σπουδαίος, σε Αισχύλ., Σοφ. 5. η δοτ. μακρῷ χρησιμ. για να ενισχύσει τον συγκρ. και υπερθ.· μακράν, με διαφορά, Λατ. longe, μακρῷ πρῶτος, μακρὰν μάλιστα, σε Ηρόδ.· ἀσθενεστέρα μακράν, σε Αισχύλ. κ.λπ. II. με χρονική έννοια: 1. μεγάλος σε διάρκεια, εκτενής, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ.· οὐ μακροῦ χρόνου, για λίγο χρόνο, σε Σοφ.· τὸν μακρὸν βίον, σε Αισχύλ.· μακρότερος μηνί, σε απόσταση ενός μήνα, σε Ηρόδ.· ομοίως, μακρὸν ἐέλδωρ, ελπίδα που τρέφεται για πολύ καιρό, σε Ομήρ. Οδ. 2. μακρόσυρτος, ανιαρός, σε Πίνδ., Σοφ. III. το ουδ. μετά από πρόθ. με επιρρ. έννοια, διὰ μακροῦ (δηλ. χρόνου), μετά από πολύ καιρό, για πολύ καιρό, καθυστερημένος, σε Ευρ.· οὐ διὰ μακροῦ, όχι πολύ αργότερα, σε Θουκ.· αλλά, διὰ μακρῶν, σε μεγάλη έκταση, σε Πίνδ.· ἐπὶ μακρόν, σε μάκρος, σε μεγάλη διάρκεια, σε Ξεν.· ὅσον ἐπὶ μακρότατον ή ὅσον μακρότερον, όσο το δυνατόν πιο εκτεταμένα, σε Ηρόδ.· ἐπὶμακρότερον, ακόμη περισσότερο, σε Θουκ. IV.ομαλός συγκρ. μακρότερος, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ.· υπερθ. μακρότατος, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· ανώμ. συγκρ. μάσσων, υπερθ. μήκιστος, βλ. αυτ. V. επίρρ. μακρῶς, σε μεγάλη έκταση, αργόσυρτα, σε Πολύβ.
μάκρος, -ους, τό, = μῆκος, σε Αριστοφ.