Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "μακράν"

Βρέθηκε 1 λήμμα
μακράν, Ιων. μακρήν, αιτ. θηλ. του μακρός χρησιμ. ως επίρρ., I. 1. μακριά, σε μεγάλη απόσταση, σε Αισχύλ., Σοφ. κ.λπ.· τοὖργον οὐ μακρὰν λέγεις, το ζήτημα που αναφέρεις δεν απέχει πολύ να το ερευνήσουμε, σε Σοφ.· με γεν., μακριά από, σε Ευρ.· συγκρ. μακροτέραν, σε μεγαλύτερη απόσταση, σε Θουκ., Ξεν.· υπερθ. ὅτιμακροτάτην, όσο το δυνατόν πιο μακριά· με γεν. τοπική (loci), σε Ξεν. 2. μακρὰν λέγειν, μακρολογία, σε Αισχύλ., Σοφ. II. λέγεται για χρόνο, εκτενής, μακρὰν ζῆν, ἀναμένειν, σε Σοφ.· οὐ μακράν, Λατ. brevi, σε Ευρ.· ομοίως, οὐκ ἐς μακρήν, σε Ηρόδ. κ.λπ.