LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "μακαρίζω"
- μᾰκᾰρίζω (μάκαρ), Αττ. μέλ. -ιῶ, καλοτυχίζω, θεωρώ ή ονομάζω κάποιον ευτυχισμένο, Λατ. gratulari, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ., Αττ.· ειρων. μακαρίσαντες ὑμῶν τὸ ἀπειρόκακον, ενώ καλοτυχίζουμε την αφέλειά σου, σε Θουκ.

