Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "μαινάς"

Βρέθηκε 1 λήμμα
μαινάς, -άδος, (μαίνομαι), I.1. μαινόμενη, μανιώδης, σε Ευρ. 2. ως ουσ., τρελή γυναίκα, σε Ομήρ. Ιλ.· ιδίως Βάκχη, Βακχία, Μαινάδα (ακόλουθοι του Διονύσου), σε Σοφ.· λέγεται για τις Ερινύες, σε Αισχύλ.· λέγεται για την Κασσάνδρα, σε Ευρ. II. Ενεργ., αυτή που προκαλεί μανία, σε Πίνδ.