Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "μαιεύομαι"

Βρέθηκε 1 λήμμα
μαιεύομαι, μέλ. -σομαι, 1. αποθ., προσφέρω υπηρεσίες μαίας, σε Λουκ. 2. με αιτ. προσ., ξεγεννάω γυναίκα, σε Πλάτ.