Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "μαγειρεῖον"

Βρέθηκε 1 λήμμα
μᾰγειρεῖον, τό (μάγειρος), 1. εστιατόριο, Λατ. popīna, σε Αριστοφ., Βάβρ. 2. το μέρος όπου ζούσαν οι δημόσιοι μάγειροι, το (οικοδομικό) τετράγωνο των μαγείρων, σε Θεόφρ.