Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "μαίνομαι"

Βρέθηκε 1 λήμμα
μαίνομαι (από √ΜΑΝ), μέλ. μᾰνοῦμαι και μᾰνήσομαι, παρακ. με σημασία ενεστ. μέμηνα, σε Παθ. μορφή μεμάνημαι [ᾰ]· Παθ. αόρ. βʹ ἐμάνην, μτχ. μᾰνείς, απαρ. μᾰνῆναι, Μέσ. αόρ. αʹ ἐμήναο, μήνατο, μηνάμενος· I.1. μανιάζω, είμαι έξαλλος, σε Όμηρ.· ὁ μανείς, ο τρελός, σε Σοφ.· είμαι εκτός ορίων από οινοποσία, σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για τη Βακχική μανία, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.· ὑπὸ τοῦ θεοῦ μαίνομαι, οδηγούμαι στην τρέλα από τον θεό, σε Ηρόδ.· τὸ μαίνεσθαι, τρέλα, σε Σοφ.· πλεῖν ἢ μαίνομαι, περισσότερο κι από την τρέλα, σε Αριστοφ.· με σύστ. αντ., μεμηνὼς οὐ σμικρὰν νόσον, τρελός σε βαριά μορφή, σε Αισχύλ. 2. λέγεται για φωτιά, είμαι έξαλλος, οργιάζω, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως, μαινομένη ἐλπίς, σε Χρησμ. παρά Ηροδ.· ἔρις, σε Αισχύλ. κ.λπ. II. Ενεργ. αόρ. αʹ ἔμηνα, με μτβ. σημασία, οδηγώ στην τρέλα, βγάζω εκτός ορίων, σε Ευρ., Ξεν.