LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "μίσθωμα"
- μίσθωμα, -ατος, τό, I. συμφωνημένη τιμή για ενοικίαση, τιμή που προκύπτει από συμβόλαιο, σε Ηρόδ., Δημ. II. αυτό που έχει παραχωρηθεί για ενοικίαση, μισθωμένη οικία, σε Κ.Δ.

