Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "μήτηρ"

Βρέθηκε 1 λήμμα
μήτηρ, Δωρ. μάτηρ, , κλητ. μῆτερ· αλλά κατά το πατήρ στον τονισμό των άλλων πτώσεων, γεν. μητέρος, μητρός, δοτ. μητέρι, μητρί, κ.λπ.· μητέρα, σε Όμηρ. κ.λπ.· 1. λέγεται για ζώα, θηλυκός γονιός, στον ίδ.· ἀπό ή ἐκ μητρός, από τη μήτρα της μάνας μου, σε Πίνδ., Αισχύλ. 2. επίσης, λέγεται για περιοχές, εδάφη, μήτηρ μήλων, θηρῶν, μητέρα των κοπαδιών, του παιχνιδιού (του κυνηγιού), σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για τη Γη, γῆ πάντων μήτηρ, σε Ησίοδ.· γῆ μήτηρ, σε Αισχύλ.· ὦ γαῖα μῆτερ, σε Ευρ.· επίσης, ἡ Μάτηρ μόνο, αντί Δημήτηρ, σε Ηρόδ. 3. λέγεται για τόπο, όπου γεννήθηκε κάποιος, μάτερ ἐμά, Θήβα, σε Πίνδ. κ.λπ. 4. ποιητ. ως η πηγή των συμβάντων, μήτηρ ἀέθλων, λέγεται για την Ολυμπία, στον ίδ., η νύχτα είναι η μητέρα της ημέρας, σε Αισχύλ.· σταφύλι κρασιού, στο ίδ.