Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "μήρινθος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
μήρινθος, (μηρύομαι), γεν. -ου, χορδή, κλωστή, σχοινί, σε Ομήρ. Ιλ.· πετονιά, σε Θεόκρ.