Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "μήν"

Βρέθηκαν 18 λήμματα [1 - 18]
μήν, σε Δωρ. και Επικ. μάν, μόριο που χρησιμ. για να ενισχύει καταφάσεις, Λατ. vero, πράγματι, όντως· I. ειλικρινά, αληθινά, σε Όμηρ. κ.λπ. II. μετά από άλλα μόρια. 1. ἦ μήν, όπως το ἦ μέν (όπου το μήν είναι απλώς ισχυρότερος τύπος), αλήθεια τώρα, εντελώς σίγουρα, ἦ μὴν καὶ πόνος ἐστίν, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως στην Αττ., λέγεται για να εισαγάγει έναν όρκο (μια ομωτική φράση), με απαρ. ὄμνυσι δ' ἦ μὴν λαπάξειν, σε Αισχύλ. κ.λπ. 2. καὶ μήν, εισάγει στο λόγο κάτι νέο ή εξαιρετικό· καὶ μὴν Τάνταλον εἰσεῖδον, σε Ομήρ. Οδ.· στους δραματικούς ποιητές, επισημαίνει την είσοδο ενός προσώπου στη σκηνή, και κοιτάξτε... ιδού έρχεται...· το ίδιο για νέα γεγονότα ή επιχειρήματα, σε Τραγ., Δημ. 3. ἀλλὰ μήν, αλλά πράγματι, Λατ. verum enimvero, σε Αισχύλ., Αριστοφ. 4. όχι βεβαίως, στ' αλήθεια όχι, σε Ομήρ. Ιλ., Αττ. III. μετά από ερωτημ. λέξεις, κυρίως λαμβάνει κάπως μια αντικειμενική ισχύ, τί μήν; quid vero? τι συμβαίνει λοιπόν; δηλ. βεβαίως, φυσικά και έτσι, σε Αισχύλ. κ.λπ.· τί μήν οὐ; λοιπόν, γιατί όχι; σε Ευρ.· πῶς μήν; λοιπόν, μα πώς...; σε Ξεν. IV.αρκετά όμοιο με το μέντοι, Λατ. tamen, οὐ μὴν ἄτιμοι τεθνήξομεν, σε Αισχύλ.
μήν, , γεν. μηνός, δοτ. πληθ. μησί· Ιων. ή Αιολ. μείς, βλ. αυτ. 1. μήνας, σε Όμηρ. κ.λπ.· στα πρώιμα χρόνια ο μήνας διαιρούνταν σε δύο μέρη, την αρχή και την εκπνοή (μὴν ἱστάμενος και μὴν φθίνων), σε Ομήρ. Οδ.· η Αττ. διαίρεση γινόταν σε τρεις δεκάδες (δεκαήμερα), μὴν ἱστάμενος (επίσης, ἀρχόμενος ή εἰσιών), μεσῶν και φθίνωνἀπιών)· η τελευταία διαίρεση προσμετριόταν προς τα πίσω, μηνὸςτετάρτῃ φθίνοντος, την τέταρτη ημέρα από το τέλος του μήνα, σε Θουκ.· Μαιμακτηριῶνος δεκάτῃ ἀπιόντος, δηλ. την 21η ημέρα, σε Δημ.· κάποιες φορές όμως προσμετριόταν προς τα εμπρός, όπως, τῇ τρίτῃ ἐπ' εἰκάδι, την εικοστή τρίτη ημέρα, κ.λπ.· ἐκείνου τοῦ μηνός, κατά τη διάρκεια εκείνου του μήνα, σε Ξεν.· κατὰμῆνα, μηνιαίως, σε Αριστοφ.· ομοίως, τοῦ μηνὸς ἑκάστου, στον ίδ.· ή τοῦ μηνὸς μόνο, κατά μήνα, μηνιαίως, στον ίδ. 2. μηνίσκος, στον ίδ.
μηνάς, -άδος, , = μήνη, φεγγάρι, Σελήνη, σε Ευρ.
μήνᾰτο, Επικ. αντί ἐμήνατο, γʹ ενικ. αόρ. αʹ του μαίνομαι.
μήνη, (μήν), φεγγάρι, Σελήνη, σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ.
μηνιαῖος, , -ον, αυτός που συμβαίνει ανά μήνα, σε Στράβ.
μηνιθμός, -οῦ, (μηνίω), οργή, σε Ομήρ. Ιλ.
μήνῑμα, -ατος, τό (μηνίω),· 1. το αίτιο της οργής, μή τοί τι θεῶν μήνιμα γένωμαι, (φοβάμαι) μήπως είμαι η αιτία που προκάλεσε την οργή (των θεών) πάνω σου, σε Όμηρ. 2. ενοχή, τύψη για το αίμα που έχει χύσει κάποιος, δηλ. για τη διάπραξη φόνου, σε Πλάτ.
μῆνις, Δωρ. μᾶνις, -ιος, (*μάω), οργή, θυμός, λέγεται για τους θεούς, σε Όμηρ., Ηρόδ., Αττ.
μηνίσκος, , υποκορ. του μήνη, ημισέληνος, μισοφέγγαρο, Λατ. lunula· κάλυμμα που προστατεύει τις κεφαλές των αγαλμάτων (όπως το nimbus ή το φωτοστέφανο των Χριστιανών Αγίων), σε Αριστοφ.
μηνίω[ῐ], Δωρ. μᾱνίω, αόρ. αʹ ἐμήνῑσα, είμαι οργισμένος με κάποιον, στρέφω την οργή μου πάνω του, με δοτ. προσ., σε Ομήρ. Ιλ.· με γεν. πράγμ., ἱρῶν μηνίσας, είμαι οργισμένος εξαιτίας ιερών τελετουργιών, στο ίδ.· πατρὶ μηνίσας φόνου, σε Σοφ.· απόλ., είμαι οργισμένος, σε Όμηρ.· ομοίως και στη Μέσ., σε Αισχύλ.
μηνο-ειδής, -ές (μήνη, εἶδος), αυτός που έχει σχήμα μισοφέγγαρου, Λατ. lunatus, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· μηνοειδὲς ποιήσαντες τῶν νεῶν, έχοντας κατασκευάσει αυτά (τα πλοία) σε σχήμα μισοφέγγαρου, σε Ηρόδ.· λέγεται για τον Ήλιο και τη Σελήνη, όταν βρίσκονται σε έκλειψη, σε Θουκ., Ξεν.
μήνῡμα, -ατος, τό (μηνύω), πληροφορία, άγγελμα, σε Θουκ.
μηνῡτήρ, -ῆρος, (μηνύω), πληροφοριοδότης, οδηγός, σε Αισχύλ.
μηνῡτής, -οῦ, Δωρ. μᾱνῡτάς, , (μηνύω),· I. φέρνω στο φως, μηνυτὴς χρόνος, σε Ευρ. II. ως ουσ., πληροφοριοδότης, Λατ. delator, σε Θουκ.· κατά τινος, εναντίον ενός προσώπου, σε Δημ.
μήνῡτρον, τό, τίμημα που καταβάλλεται για μια πληροφορία, αμοιβή, σε Ομηρ. Ύμν.· στην Αττ. μόνο πληθ.· μήνυτρα, σε Θουκ. κ.λπ.
μηνύτωρ[ῡ], -ορος, , = μηνυτήρ, σε Ανθ.
μηνύω, Δωρ. μᾱνύω, μέλ. -ύσω [ῡ], αόρ. αʹ ἐμήνῡσα, παρακ. μεμήνῡκαΠαθ., γʹ ενικ. παρακ. μεμήνῡται, αόρ. αʹ ἐμηνύθην, I. αποκαλύπτω ό,τι εἶναι μυστικό, φέρνω στο φως, προδίδω· γενικά, γνωστοποιώ, δηλώνω, καταδεικνύω, σε Ομηρ. Ύμν., Ηρόδ., Αττ.· με αιτ. και μτχ., μηνύω τινὰ ἔχοντα, φανερώνω ό,τι έχει, σε Ηρόδ.· ό,τι έχει, σε Ηρόδ.· η μτχ. μερικές φορές παραλείπεται, τόδ' ἔργον σε μηνύει κακόν (ενν. ὄντα), σε Ευρ. II. 1. στην Αθήνα, πληροφορώ, εγείρω δημοσίως καταγγελία εναντίον κάποιου, κατά τινος, σε Αττ. Ρήτ.· απρόσ. στην Παθ., μηνύεται, εγείρεται καταγγελία, μεμήνυται, έχει ήδη εγερθεί, σε Θουκ. 2. στην Παθ. επίσης, λέγεται για πρόσωπα, υπάρχουν πληροφορίες εναντίον μου, καταγέλλομαι, σε Ξεν.· επίσης, λέγεται για πράγματα, μηνυθέντος τοῦ ἐπιβουλεύματος, σε Θουκ.·